καρταρόλι

καρταρόλι
το
(στα Επτάνησα επί βενετοκρατίας) μέτρο χωρητικότητας που ισοδυναμούσε με 4 καρτούτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιταλ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”